- σκολοπένδρᾳ
- σκολοπένδρᾱͅ , σκολόπενδραscolopendrafem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκολοπένδρα — σκολοπένδρᾱ , σκολόπενδρα scolopendra fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκολόπενδρα — scolopendra fem nom/voc sg σκολόπενδρον hart s tongue neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκολόπενδρα — (scolopendra). Αρθρόποδο της τάξης των σκολοπενδρομόρφων, γνωστό και με το όνομα σαρανταποδαρούσα. Η σ. αυτή είναι προικισμένη με 4 μάτια στα πλευρά και με 21 ζευγάρια κινητών ποδιών, που αντιστοιχούν σε ισάριθμα τμήματα του κορμού. Έχει συνολικό … Dictionary of Greek
σκολοπένδρας — σκολοπένδρᾱς , σκολόπενδρα scolopendra fem acc pl σκολοπένδρᾱς , σκολόπενδρα scolopendra fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκολοπενδρῶν — σκολόπενδρα scolopendra fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκολοπένδραις — σκολόπενδρα scolopendra fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκολοπένδρης — σκολόπενδρα scolopendra fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκολοπένδρῃ — σκολόπενδρα scolopendra fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκολόπενδραι — σκολόπενδρα scolopendra fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκολόπενδραν — σκολόπενδρα scolopendra fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)